ανάπλαση — Ο ανασχηματισμός, η αναμόρφωση, η αναγέννηση, η ανάμνηση. Στην ψυχολογία, α. παραστάσεων ονομάζεται η επιστροφή, η αναδημιουργία στη συνείδηση του ατόμου προγενέστερων παραστάσεων, χωρίς απαραίτητα να επιδρά εξωτερικός ερεθισμός. Η α. μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἀναπλάσῃ — ἀναπλάσηι , ἀνάπλασις remodelling fem dat sg (epic) ἀναπλάσσω form anew aor subj mid 2nd sg ἀναπλάσσω form anew aor subj act 3rd sg ἀναπλάσσω form anew fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… … Dictionary of Greek
ανάπλασμα — το (Α ἀνάπλασμα) πλάσμα, γέννημα τής φαντασίας αρχ. 1. αυτό που προήλθε από ανάπλαση, από ανασχηματισμό 2. αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση 3. αυτό που χρησιμεύει ως πρότυπο για ανάπλαση … Dictionary of Greek
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
Марсово поле (Афины) — У этого термина существуют и другие значения, см. Марсово поле … Википедия
Элеонас — … Википедия
Эллиноросон — … Википедия